O προπονητής του Παναιτωλικού, Γιάννης Πετράκης, αφηγείται την ζωή του στην Ζέτα Θεοδωροπούλου και παραθέτει άγνωστες για αυτόν πτυχές.
Η ιστορία του, όπως δημοσιεύθηκε στο athletestories.gr:
Πέρασα δύσκολα παιδικά χρόνια στο χωριό μου, το Πέραμα Μυλοποτάμου.
Ήμασταν από μια φτωχή οικογένεια, με ό,τι δυσκολίες συνεπάγεται αυτό. Έχω κάνει τόσες δουλειές στη ζωή μου, έντιμες δουλειές, μέχρι τελικά να ορθοποδήσω. Δεν έχω φανταστεί όμως τι θα ήμουν στη ζωή χωρίς το ποδόσφαιρο και ούτε θέλω να το φανταστώ. Εάν είχα δεύτερη ζωή, πάλι μαζί του θα ήθελα να την ξαναζήσω.
Ως άνθρωπος, στην καθημερινότητά μου έχω καλή αύρα και φουλ θετική ενέργεια, πόσο μάλλον όταν πάω να κάνω αυτό που αγαπώ. Είναι όπως αυτό που λέμε «έκανα το χόμπι μου επάγγελμα», οπότε είμαι ευλογημένος και πολύ τυχερός γι’ αυτό.
Λέγεται επίσης ότι το ποδόσφαιρο είναι δέκα λύπες και μια χαρά, αλλά εγώ θεωρώ ότι είναι ισάριθμες. Και οι δύο αυτές συνθήκες έχουν μεγάλη γοητεία, είναι πράγματα που μπορεί να σε κάνουν καλύτερο και πιο ισορροπημένο.
Είναι ένας τρόπος ζωής που θεωρώ ότι είναι δύσκολο να τον προσαρμόσει κάποιος στην καθημερινότητά του, να βιώσει δηλαδή αυτά τα τόσο έντονα συναισθήματα, με άλλον τρόπο. Όλα αυτά όμως είναι τελικά και εκείνα που θυμόμαστε, εκείνα που μας μένουν. Εάν ρωτήσεις κάποιον «τι θυμάσαι;», θα αναφέρει κάτι το οποίο έχει μέσα του συναίσθημα, οποιοδήποτε συναίσθημα, γιατί… έτσι είναι η ζωή.
Πιστεύω επίσης πολύ στην αυτοκριτική, είμαι αυστηρός με τον εαυτό μου και απαιτητικός. Έζησα πολλούς σταθμούς στην προπονητικά μου καριέρα, αλλά δεν μπορώ να αναφερθώ σε έναν σύλλογο από τον οποίον να πήρα το μεγαλύτερο μάθημα σε όλη μου την πορεία. Ωστόσο, μπορώ να πω 100% με εντιμότητα ότι πάντα μέσα μου ήθελα να γίνω μεγαλύτερος και να βελτιώνομαι, είχα εσωτερικό κίνητρο. Το να κάνω λοιπόν πάντα αυτοκριτική σε αυτό που βιώνω, να έχω κριτική στάση και σκέψη, θεωρώ ότι συνέβαλε στη βελτίωσή μου. Και προφανώς υπήρξαν πράγματα που εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι έπρεπε να τα κάνω διαφορετικά, μάθαινα δηλαδή από όλο αυτό.
Όλες οι ομάδες ήταν “σχολείο” για εμένα, για διαφορετικό λόγο η καθεμία. Όλες μού προσέφεραν πολλά, δεν μπορώ να ξεχωρίσω. Και σε καμία περίπτωση, αντίστοιχα, δεν μπορώ να πω ότι εργάστηκα σε ομάδα χωρίς να μάθω, χωρίς να πάρω πράγματα. Ακόμα και από τις ομάδες που το περιβάλλον δεν ήταν έτσι όπως το ήθελα. Ειδικά μέσα από τέτοιες καταστάσεις, από τις δυσκολίες, απέκτησα εμπειρίες κι έγινα καλύτερος.
Η ίδια η καθημερινότητα βοηθάει σε αυτό, κάτι που επίσης αποτελεί στάση ζωής για εμένα. Η πορεία δεν πρέπει να σταματήσει ποτέ.
Δεν είμαι από τους ανθρώπους που μένουν και προσκολλούνται στο παρελθόν, που τα ψηλαφίζουν πολύ και τα αναμοχλεύουν. Θέλω να προχωράω μπροστά και να ξεχνάω αυτό το αρνητικό που μπορεί να συνάντησα σε κάποιες ομάδες. Ξεπερνάω πράγματα και καταστάσεις πολύ εύκολα, το σημαντικό βρίσκεται μπροστά, όχι πίσω μας. Όπως είχα διαβάσει κάπου, ένα λάθος είναι πολύτιμο, αν το ακολουθήσουν τέσσερεις ενέργειες, το αναγνωρίσουμε, το παραδεχτούμε, το διορθώσουμε και το ξεχάσουμε.
Ο πρώτος σταθμός στην προπονητική μου καριέρα ήταν το 1991, 32 ετών εγώ, η ομάδα του χωριού μου, ο Αστέρας Περάματος της Δ’ Εθνικής. Αυτό που τελικά επέλεξα να κάνω ήταν και αυτό που ήθελα από την αρχή. Πάντα στη ζωή μου, για έναν απροσδιόριστο λόγο, ήξερα τι ήθελα, από 14-15 ετών έλεγα «εγώ θα γίνω γυμναστής», και τελικά τα κατάφερα, μπήκα στο Πανεπιστήμιο και πήρα το πτυχίο μου απ’ τα ΤΕΦΑΑ, τότε ΕΑΣΑ Αθηνών. πέρασα το 1977 και τελείωσα το 1981, δεν καθυστέρησα καθόλου. Αντίστοιχα, από τα 25 μου έλεγα ότι θα γίνω προπονητής, οπότε αξιολογούσα και έγραφα οτιδήποτε αντιλαμβανόμουν και θεωρούσα σημαντικό.
Πρέπει να σημειώσω ότι για 22 χρόνια δούλευα σε Δ’ Εθνική, Τοπικό και Γ’ Εθνική, η λέξη απογοήτευση όμως δεν υπήρξε ποτέ στο λεξιλόγιό μου, πάντα ήθελα να γίνω μεγαλύτερος. Στα 51 μου πήγα κι έβγαλα το δίπλωμα το UEFA Pro, καθώς μέχρι τότε δεν είχα δουλέψει σε Α’ Εθνική. Να ‘ναι καλά ο άνθρωπος που με επέλεξε, βλέποντας την παρουσία μου στο UEFA Α’, ο Τέλης Μπατάκης, ο οποίος διαπίστωσε τότε ότι, παρά το γεγονός ότι δεν είχα εργαστεί στην Α’ κατηγορία, είχα τα προαπαιτούμενα. Έτσι, στη συνέχεια, το 2013 και σε ηλικία 54 ετών πια, μου δόθηκε η ευκαιρία να δουλέψω στη μεγάλη κατηγορία για πρώτη φορά με τον ΟΦΗ, ομάδα στην οποία είχα ξαναεργαστεί, ως βοηθός του Ζντένεκ Σκάζνι το 2003.
Για πάνω από 20 χρόνια λοιπόν βρέθηκα να κοουτσάρω κρητικές ομάδες. Αισθάνομαι πολύ τυχερός που γεννήθηκα σε αυτό το μέρος και μεγάλωσα με αυτήν την κουλτούρα.
Όλα αυτά που έμαθα εκεί με έκαναν να είμαι και μέγας υποστηρικτής του τόπου μου, με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Κατάλαβα ότι οι συνθήκες και ο τρόπος που μεγαλώσαμε είναι πολύ επιδραστικά στη ζωή και την καθημερινότητά μας. Δένομαι συναισθηματικά με ανθρώπους και καταστάσεις και μου δημιουργείται το αίσθημα της ευθύνης. Με όλες τις ομάδες που ανέλαβα λοιπόν, τόσο τις κρητικές όσο και τις υπόλοιπες, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων υπήρξε συναισθηματικό δέσιμο. Ακόμη και τώρα θα ενημερωθώ για το τι κάνουν οι ομάδες στις οποίες εργάστηκα και θα παρακολουθήσω τα παιχνίδια τους.
Στην πορεία μου υπήρξαν κομβικοί Πρόεδροι, τους οποίους και δεν θα ξεχάσω ποτέ. Ξεχωριστό ρόλο έπαιξε ο Γιώργος Χριστοβασίλης. Όταν με επέλεξε, ο ΠΑΣ Γιάννινα ήταν σε μια πολύ δύσκολη περίοδο, η ομάδα ήταν τρίτη από το τέλος, ήταν Γενάρης μήνας κι εγώ είχα φύγει από τον Εργοτέλη μετά από διάστημα πέντε μηνών, όσο διάστημα είχα μείνει προηγουμένως και στον ΟΦΗ.
Διαθέσιμοι ήταν πολλοί ικανοί συνάδελφοι που δεν δούλευαν τότε, προπονητές με πολύ καλό μπάκραουντ, κι όμως επιλέχτηκα εγώ. Ο ίδιος ο Χριστοβασίλης μάλιστα, όταν με γνώρισε στο τετ α τετ, χαρακτηριστικά μου είπε «εγώ εσένα επέλεξα, γιατί σε παρακολουθώ χρόνια. Ήμουν 99% και τώρα είμαι 1.000% σίγουρος ότι έκανα το σωστό».
Ανέλαβα την ομάδα και δεν μου έδωσε απλώς την ευκαιρία αλλά με στήριξε και κατά τη διάρκεια, και στα καλά και στα κακά, δημιουργώντας ένα πολύ καλό περιβάλλον για εμένα.
Γενικά η περίοδός μου στα Γιάννινα ήταν πολύ σημαντική και καθοριστική, έμεινα πέντε χρόνια εκεί, βγήκαμε Ευρώπη για πρώτη φορά στην ιστορία της ομάδας, ενώ ταυτόχρονα αυτό που εισέπραξα και από τον κόσμο είναι κάτι που δεν περιγράφεται.
Μου λένε ότι οι προπονητές των αντίπαλων ομάδων φαίνεται να δείχνουν σεβασμό στη δουλειά μου. Θέλω να πω σε όλους ένα μεγάλο «ευχαριστώ», γιατί αναγνωρίζουν την ταπεινή προσπάθεια που κάνω. Για να είμαι ειλικρινής όμως, δεν θεωρώ ότι κάνω κάτι το ιδιαίτερο, πέρα δηλαδή από αυτό που έχω μάθει από την οικογένειά μου και από εκεί που μεγάλωσα.
Καταθέτω αυτό που είμαι, δεν υπάρχει κάτι το προσποιητό, βγαίνει προς τα έξω ό,τι κουβαλάω μέσα μου, η αλήθεια μου. Και θέλω να είμαι ο εαυτός μου, αυτό το μικρό που είμαι, αλλά να είμαι εγώ, να μην προσπαθώ να κάνω κάτι “ξένο”, να είμαι κάποιος άλλος. Σίγουρα έχω τεράστιο σεβασμό σε πάρα πολλούς συναδέλφους μου, σε προπονητές υψηλού επιπέδου, μαθαίνω από εκείνους, αλλά ποτέ δεν αισθάνθηκα ότι πρέπει να γίνω “σαν” κάποιον από αυτούς.
Σεβασμό επίσης μεγάλο έχω και για το έργο των διαιτητών. Σε ελάχιστες περιπτώσεις έχω σχολιάσει ή κατακρίνει μια διαιτησία που μπορεί να αδίκησε την ομάδα μου. Αυτό έχει να κάνει και με τον χαρακτήρα μου, αλλά σχετίζεται και με την εκτίμηση των συνθηκών. Είναι ένα κομμάτι από τη δουλειά μας.
Εμείς δεν κάνουμε λάθη; Οι παίκτες δεν κάνουν λάθη; Οι δημοσιογράφοι δεν κάνουν λάθη; Πώς έχουμε την απαίτηση οι διαιτητές να αποτελούν την εξαίρεση! Πάντα είχα κατανόηση, καταλαβαίνω ότι καμιά φορά μπορεί να δέχονται και πίεση, το ότι κάποιος δεν λειτουργεί 100% με τον τρόπο που πρέπει όμως δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν είναι έντιμος ή ότι “τα ‘χει πάρει”.
Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις, όπως αυτό που συνέβη στο Παναιτωλικός-Βόλος 0-1 τον Οκτώβριο του 2024, που βγαίνω από τα ρούχα μου, γιατί αντιλαμβάνομαι ότι η ομάδα μου αδικείται κατάφωρα.
Στις ομάδες που δούλεψα πάντοτε συμβούλευα και κατηύθυνα τους παίκτες μου και σε θέματα ζωής, πέρα από τα αμιγώς προπονητικά. Δεν γίνεται να περιμένεις πολλά, όταν δεν υπάρχει συναισθηματικό δέσιμο μέσα σε μια οικογένεια. Εάν δεν υπάρχει αυτό, μετά από λίγο δεν θα υπάρχει ούτε η οικογένεια.
Ούτως ή άλλως, εγώ ως χαρακτήρας δένομαι με τους γύρω μου. Λέω μάλιστα καμιά φορά «κανονικά έχω δύο παιδιά, αλλά έχω και άλλα 25-30», γιατί έτσι αισθάνομαι. Προσπαθώ, όσο γίνεται, να δείχνω κατανόηση, να είμαι δίπλα στους παίκτες μου, καθοδηγητικός, να βοηθάω στη βελτίωση και την εξέλιξη τους. Φυσικά, εγώ από τη μεριά μου δεν θέλω και να εκβιάζω καταστάσεις, να προχωράω δηλαδή σε βάθος και σε πράγματα που ενδεχομένως κάποιος να μη θέλει να μοιραστεί.
Με τον τρόπο αυτό λοιπόν αλλά και με την καθημερινή δουλειά, δεν προχωρούν μπροστά μόνο οι ίδιοι αλλά και η ομάδα και εγώ, γινόμαστε όλοι μας καλύτεροι.
Όσον αφορά στους “big 5”, δεν θα έλεγα ότι “έχω άχτι” να κοουτσάρω κάποια ομάδα από αυτές. Αν όμως προέκυπτε, θεωρώ ότι θα μπορούσα να το υπηρετήσω. Ανέκαθεν αισθανόμουν ότι αυτό είναι πιο εύκολο από αυτό που κάνω τώρα. Όσο πιο πάνω πας δηλαδή, όταν υπάρχουν η κατάρτιση και η ικανότητα, τόσο πιο εύκολο είναι. Αλλά και γενικότερα ως άνθρωπος δεν έχω ανασφάλεια ή φόβο, οπότε νομίζω πως, αν μου δινόταν η ευκαιρία, θα ανταποκρινόμουν. Παρόλ’ αυτά, αφήνω τα πράγματα να εξελίσσονται και ό,τι βρίσκεται μπροστά μου προσπαθώ να το διαχειριστώ με τον καλύτερο τρόπο.
Δόξα τω Θεώ, αμείφθηκα καλά στο πέρασμα των ετών, κάνοντας τη δουλειά μου με μεγάλη ευχαρίστηση. Δεν είχα απωθημένο όμως τα χρήματα, δεδομένης και της στερημένης ζωής που πέρασα μικρός. Ποτέ δεν είχα καλή σχέση με τα λεφτά, αυτά ήρθαν μέσα μέσα από τη βελτίωση του αντικειμένου μου και από το αποτέλεσμα που έφερνα. Δεν αποτέλεσαν δηλαδή αυτοσκοπό ή κίνητρο αλλά φυσική συνέπεια. Και προφανώς ήταν πάντα καλοδεχούμενα, καθώς ανεβάζουν το βιοτικό επίπεδο τόσο το δικό μου όσο και της οικογένειάς μου.
Όλα αυτά τα χρόνια όμως έγιναν και πολλές θυσίες, μόνο θυσίες! Από την υπερβολική αγάπη που έχω για το ποδόσφαιρο, στερήθηκα αρκετά, άφησα ακόμα και το σχολείο στο οποίο εργαζόμουν. Το 2009 έφυγα από την Κρήτη σε ηλικία 50 ετών και πήγα στην Αθήνα σε μια ομάδα Δ’ Εθνικής, τη Νέα Ιωνία. Έως τότε είχα 18 χρόνια που δούλευα στην προπονητική και βρισκόμουν σε ομάδα Γ’ Εθνικής στην Κρήτη. Παραιτήθηκα λοιπόν από το σχολείο μου, άφησα την οικογένειά μου, τα παιδιά μου και τη γυναίκα μου, και πήγα στην Αθήνα. Για ποιον λόγο;
Έλεγα ότι μετά από τόσα χρόνια θα πάω εκεί, μήπως και αντιληφθούν ότι «αυτός ο άνθρωπος κάτι κάνει» και μου ανοίξει μια πόρτα για να δουλέψω παραπάνω. Κι έκανα πάντα το μέγιστο που μπορούσα μέσα από έναν τρόπο ιδιαίτερο.
Δεν έχω ζητήσει χάρη από κανέναν, δεν έχω παρακαλέσει ποτέ κανέναν για προσωπικό όφελος. Μόνο μια φορά το έκανα, δεν θέλω να αναφέρω δημόσια το όνομα του ανθρώπου, φτάνει να πω ότι τον αγαπώ πολύ και τον ευχαριστώ.
Η σχέση μου με τη θρησκεία είναι βαθιά, πιστεύω πάρα πολύ, αντλώ μεγάλη δύναμη από εκείνη, με έχει βοηθήσει σε πολλές και δύσκολες στιγμές, ώστε να μπορέσω να πω και πάλι «εγώ είμαι εδώ».
Από εκεί και πέρα, το ίδιο χαρούμενο με το ποδόσφαιρο με κάνει μόνο η οικογένειά μου. Και δεν εννοώ μόνο τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου αλλά και τον αδερφό μου, τους συγγενείς μου, τους καλούς μου φίλους. Και εύχομαι ολόψυχα να είναι καλά όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους ήρθαμε σε επαφή αυτά τα χρόνια.
Εκείνο όμως που με στενοχωρεί είναι ότι δεν έμεινα περισσότερο χρόνο με την οικογένειά μου, αυτό είναι κάτι για το οποίο πολλές φορές στη ζωή μου αναρωτιέμαι εάν τελικά έπραξα το σωστό. Είχα τόσο μεγάλη αγάπη για αυτό που έκανα, με αποτέλεσμα να πάω λίγο πιο “πίσω” την οικογένειά μου, τα παιδιά μου, την κόρη μου και τον γιο μου.
Συζητάω πάρα πολύ μαζί τους και μέσα από τις κουβέντες μας τους καταθέτω τα πιστεύω μου. Αυτά που βοήθησαν εμένα μού τα “έλεγαν” οι δικοί μου γονείς χωρίς καν να μιλάνε και αφορούσαν στην ειλικρίνεια, τον σεβασμό, την αξιοπρέπεια, την εκτίμηση. Θυμάμαι καλά τον συγχωρεμένο τον πατέρα μου να μου λέει «να σέβεσαι και να μην φοβάσαι, αν λες την αλήθεια». Αντίστοιχα λοιπόν, προσπαθώ κι εγώ να υποστηρίξω τα παιδιά μου και να τους μεταφέρω τις αξίες μου. Και δεν χρειάζεται να τους πω κάτι παραπάνω για εμένα, γιατί αυτό που είμαι είναι αυτά τα λόγια.